-
1 κίς
-
2 -κις
- κιςGrammatical information: suff.Meaning: multiplicative suffix in πολλά-κι(ς) `often' (Il.), τετρά-κι(ς) `four times' (ε 306), πεντά-κι(ς) `five times' (Pi.).Etymology: With πολλά-κι(ς) agrees in meaning Skt. (Ved.) purū́-cid `often'; also the forms can be united assuming that, the plural πολλά `often' replaces an older *πολύ̄ (s. πολύς), as the *kʷ which must be posited for Skt. c̯ in Greek after υ was represented by κ. A confirmation gives Tarent. ἀμά-τις `once' = Cret. ἀμά-κις H. From πολλάκι(ς) the κ-forms spread to the numeral adverbs τετράκι(ς) etc.; cf. further οὑ-κί. The ending of - κις: Skt. cid reminds of ἕως `unto': Skt. yā́vat (s. on 2. ἕως); note further the forms like αὖθι(ς), αὖθιν, further δίς, τρίς. - Etym. - κι, - τι = Skt. cid is identical with the indefinite τι `something', s. τίς. - Schwyzer 299 after Wackernagel KZ 25, 286f. = Kl. Schr. 1, 230f.Page in Frisk: 1,858Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > -κις
-
3 κίς
1 weevil κεῖνον (= χρυσὸν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. -
4 κῖς
κῖς, gen. κιόςGrammatical information: m.Meaning: `weevil' (Pi. Fr. 222, Thphr., gramm.); on the accent Schwyzer 378 and Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 8; on the quantity of the ι in κιός etc. Schwyzer 571. -Compounds: ἀκιώτατοι `least damaged by weevils' (Hes.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Useless IE. interpretations in Bq; also H. Petersson Griech. u. lat. Wortstud. 9f. To Skt. kīṭá- m. `worm, insect', rather MInd., s. Mayrhofer KEWA s. v. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,858Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῖς
-
5 κίς
-
6 κις
-
7 κίς
κίςweevil: masc nom sg -
8 κις
-
9 κίς
κίς, κιός, ὁ, Kornwurm; auch Holzwurm -
10 Κίς
Κίς, ὁ indecl. (also Κείς, קִישׁ) Kish, father of Saul (1 Km 9:1 al.; Jos., Ant. 6, 45f; 130 [Κείς]; 56; 62 [Κείσαιος]; 268 [Κεῖσος]) Ac 13:21. -
11 Κίς
{собств., 1}Кис (силок, ловушка).Сын (потомок) Авиила, знатный человек из колена Вениаминова, отец Саула (Деян. 13:21). См. евр. 7027 (שׁיקִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κίς
-
12 Κίς
{собств., 1}Кис (силок, ловушка).Сын (потомок) Авиила, знатный человек из колена Вениаминова, отец Саула (Деян. 13:21). См. евр. 7027 (שׁיקִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κίς
-
13 Κίς
Кис (отец царя Саула); см. евр. (קִישׂ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κίς
-
14 κιός
κίςweevil: masc gen sg -
15 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56 -
16 πολύς
Grammatical information: adj.Meaning: `much, many, often' (Il.).Compounds: As 1. member very productive, e.g. πολύ-τροπος `much-wandering, much-turned, wily' (of Odysseus, Hermes a.o.; Od., h. Merc.), `many-shaped' (Th.); on the meaning Kakridis Glotta 11, 288 ff.; on the πολυ-compp. in Hom. in gen. Stanford ClassPhil. 45, 108ff.; besides rarely πολλα-, e.g. πολλα-πλάσιος, - πλήσιος `manifold' (IA.), as δεκα-πλάσιος, πολλά-κις a.o.; s. also δι-πλάσιος. Compar. a. superl. πλείων, πλέων, πλεῖστος (from * pleh₁-is-to-), s. v.; innovation πόλιστος (Tab. Heracl.), s. Seiler Steigerungsformen 61.Derivatives: πολλότης f. `plurality' (Damasc.), πολλ-οστός "the manieth", `one of many, small' (Att.; after εἰκοστός a. o.), - άκις (ep. lyr. also - κι) `often' (Il.; like δεκά-κις a.o.; explanation uncertain, s. Schwyzer 299 a. 597) a. o.Etymology: Beside πολύς, -ύ stand the zero grade Skt. purú- `many' (IE *pl̥h₁ú-) and the full grade Celt., e.g. OIr. il `many', and Germ., e.g. Goth. OHG filu `many' (IE * pelh₁u-). For the full grade forms orig. subst. function is most prob. ("quantity, mass, fullness"); opposed is the certain zero grade Skt. adj. purú-; one would like to assume zero grade also for πολύς (so for *παλύς? Schmidt KZ 32, 382, Specht KZ 59, 111 w. diff. explanations; cf. also πόλις). -- The geminated πολλο-, πολλᾱ- agree with the (semant.) close μεγα-λο-, -λᾱ- and could be explained by loss of a syll. from *πολυ-λο-, -λᾱ-. More in Schwyzer 265 w. lit. a. discussion of other interpretations; on the inflection etc. Schwyzer 584. The word for `many' is a very old deriv. of the verb for `fill' (s. πίμπλημι). -- WP. 2, 64f., Pok. 800, W.-Hofmann s. plūs, Mayrhofer s. purú- w. further forms a. lit.Page in Frisk: 2,577-578Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πολύς
-
17 κίσσηρις
-
18 ἄ-κιος
ἄ-κιος ( κίς), nicht wurmstichig, Hes. O. 433 πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες, dem Wurmfraß am wenigsten ausgesetzt, Schon alte v. l. ist hier ἀκιρός, s. folg.
-
19 συκίς
σῡκίς, συκίςslip: fem nom sg -
20 φοινικίς
φοινῑκίς, φοινικίςred: fem nom sg
См. также в других словарях:
κίς — weevil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
κις — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Ήταν χτισμένη 18 χλμ. ΝΑ της Βαβυλώνας. Η Κ. ιδρύθηκε στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., στη θέση πολλών αρχαίων οικισμών. Καταστράφηκε από τον βασιλιά των Σουμερίων Λουγκάλ Ζαγκεσί, ανοικοδομήθηκε … Dictionary of Greek
Κις, Έγκον Έρβιν — (Egon Ervin Κisch, 1885 –1948). Τσέχος στρατιωτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18). Από το 1918 ήταν μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας. Καρπός των… … Dictionary of Greek
κιός — κίς weevil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
συχνάκις — ΝΜΑ επίρρ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πυκν (ά)κις)] … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek … Wikipedia
э́фа — ы, ж. Ядовитая змея сем. гадюк, распространенная в пустынях Северной Африки, Юго западной и Южной Азии. [От греч. ’εκις] … Малый академический словарь